λιάστρα

λιάστρα
και ηλιάστρα, η [λιάζω (III)]
συσκευή που χρησιμεύει για την έκθεση καρπών και αποξήρανσή τους στον ήλιο, αλλ. λιασταριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιάστρα — η συσκευή για το λιάσιμο των καρπών: Απλώσαμε τα σύκα στη λιάστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήλιαστρο — το [ηλιάζω] η λιάστρα* …   Dictionary of Greek

  • ηλιάστρα — η [ηλιάζω] βλ. λιάστρα …   Dictionary of Greek

  • θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”